- συμπραΰνομαι
- Α [πραΰνομαι](για πυρετό) πραΰνομαι επίσης, γίνομαι ηπιότερος μαζί με τα άλλα συμπτώματα τής νόσου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπραύνεσθαι — συμπραύ̱νεσθαι , συμπραύνομαι to be mitigated at the same time pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)